- πορνογραφία
- η порнография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορνογραφία — η η συγγραφή ή το σύνολο των γραπτών έργων πορνικού περιεχομένου: Η πορνογραφία είναι πολύ διαδομένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνογραφία — η, Ν η αναπαράσταση τής ερωτικής συμπεριφοράς σε βιβλία, ή άλλα κείμενα, σε ζωγραφικούς πίνακες, σε αγάλματα, σε κινηματογραφικές ταινίες, με πρόθεση να προκληθεί ερωτική διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην… … Dictionary of Greek
Pornography — Porn redirects here. For other uses, see Porn (disambiguation). For other uses, see Pornography (disambiguation) … Wikipedia
Nikos Gatsos — Níkos Gátsos Níkos Gátsos (en grec Νίκος Γκάτσος, né le 8 décembre 1911 à ) en Arcadie et mort le 12 mai 1992) est un poète et écrivain grec. Biographie Après avoir suivi son enseignement primaire en Arcadie, il suit ses études suppérieures à… … Wikipédia en Français
Nikos Gkatsos — Níkos Gátsos Níkos Gátsos (en grec Νίκος Γκάτσος, né le 8 décembre 1911 à ) en Arcadie et mort le 12 mai 1992) est un poète et écrivain grec. Biographie Après avoir suivi son enseignement primaire en Arcadie, il suit ses études suppérieures à… … Wikipédia en Français
Níkos Gátsos — (en grec Νίκος Γκάτσος, né le 8 décembre 1911 à Arcadie et mort le 12 mai 1992) est un poète et écrivain grec. Biographie Après avoir suivi son enseignement primaire en Arcadie, il suit ses études suppérieures à Tripoli où il s’ouvre à la… … Wikipédia en Français
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
αναισχυντογραφία — η το να γράφει κανείς αναίσχυντα, ανήθικα πράγματα, ανηθικογραφία, πορνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναισχυντογράφος. Η λ. «αναισχυντογραφίαι» μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο, φιλόλογο και συγγραφέα] … Dictionary of Greek
πορνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορνογραφία («πορνογραφικό περιοδικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Καββαδία] … Dictionary of Greek
Αρτσιμπάσεφ, Μιχαήλ — (Mikhail Artzybashef, Ρωσία 1878 – Ιταλία 1927).Ρώσος συγγραφέας. Η πρώτη του λογοτεχνική δουλειά είχε τίτλο Πασά Τουρμανόφ (1900). Το βιβλίο που τον καθιέρωσε, Σάνιν (1907), περικλείει συχνά κυνικές κοσμοπολιτικές θεωρίες, με τάση προς την… … Dictionary of Greek
πορνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφικό περιοδικό. – Πορνογραφικό βιβλίο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)